Για να διαβάσετε το πρώτο μέρος πατήστε εδώ.
Μπήκαμε στην Ηλεία. Στην αρχή το ίδιο τοπίο. Αλλά όσο προχωρούσαμε προς τα δυτικά τόσο η προσχωσιγενής κοιλάδα του Ερύμανθου μεταβαλλόταν σε φαράγγι. Τα χωράφια άρχισαν να κλίνουν προς το ποτάμι και την θέση των καλλιεργειών σιγά-σιγά πήραν βοσκοτόπια. Τα σπίτια έγιναν πλέον σπάνια με τα μαντριά να πληθαίνουν στην θέση τους. Η γαλήνη και ηρεμία του τοπίου αντικαταστάθηκε από την αγριάδα και επιβλητικότητα του φαραγγιού.
Αντικρίσαμε το κεφαλοχώρι της Δίβρης (ή Λαμπείας) και πιο πέρα το οροπέδιο της Φολόης και την Δύση. Σε λίγο μπήκαμε στην Δίβρη. Πρόκειται για ένα μεγάλο απλωμένο κεφαλοχώρι κτισμένο γύρω από ένα βαθύ φαράγγι στις πλαγιές του όρους Ερύμανθου και το τελευταίο χωριό του καθαυτού ορεινού κομματιού. Πιστεύω πως είναι από τις καλύτερες τοποθεσίες οικισμών της χώρας. Δεν σταματήσαμε γιατί βιαζόμασταν ωστόσο μου έκανε εντύπωση το μέγεθος της και κυρίως το εμβαδόν της. Είναι ένα χωριό αραιοκατοικημένο με πολλούς μαχαλάδες κτισμένους σε διαφορετικά υψόμετρα. Έχει ακόμη πολλά ωραία κτίρια από την εποχή της ακμής της και άφθονες βρύσες – αρκετές με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον – που βγάζουν καθαρό νερό. Από πάνω της ορθώνονται οι χιονισμένες κορφές του Ερύμανθου και πλούσια δάση από βελανιδιές, πεύκα και έλατα. Η Δίβρη πραγματικά μου φάνηκε σαν μία έξοχη πολιτεία και θα την ξαναεπισκεφθώ σύντομα ώστε να μπορέσω να την εξερευνήσω. Πρόκειται για ένα ωραίο χωριό με σπουδαία ιστορία. Όπως και σε όλη την χώρα μας η δημογραφική κατάρρευση είναι και εδώ μία πραγματικότητα παρά το κάλλος και τις δυνατότητες του τόπου.
Φύγαμε από την Δίβρη. Το φαράγγι είχε πλέον βαθύνει σημαντικά και ο ποταμός που το διαπερνούσε θα πήγαινε να συναντήσει τον σπουδαίο Αλφειό λίγο πριν την Αρχαία Ολυμπία για να συνεχίσουν ως τα νερά του Κόλπου της Κυπαρισσίας. Εμείς επιλέξαμε να κινηθούμε προς την Πάτρα και αποχωριστήκαμε τον Ερύμανθο. Το τοπίο μεταβλήθηκε γρήγορα. Η αγριάδα και τραχύτητα του βουνού έγινε η ηπιότητα και η γαλήνη των πράσινων λιβαδιών και των πορτοκαλί δένδρων της Φολόης. Εδώ η γεωλογία και η βροχή έχουν χαράξει ένα τοπίο απαρτιζόμενο από βαθιές χαράδρες με γάργαρο νερό και ψηλά αλλά επίπεδα οροπέδια. Όλη η αντίθεση της χώρας μας σε μία εικόνα. Εδώ μου αποκαλύφθηκε ένα από τα πιο ωραία τοπία που έχω αντικρύσει ποτέ!

Σε λίγη ώρα συναντήσαμε το μικρό χωριό Σπαρτουλιάς το οποίο σύντομα εξαφανίστηκε. Οι βελανιδιές άρχισαν να πληθαίνουν όπως επίσης και τα χωράφια με δημητριακά και καλαμπόκι και τα πλούσια βοσκοτόπια. Οι εκτάσεις εδώ είναι μεγάλες και σε πλήρη αρμονία με το δάσος. Μπήκαμε στο χωριό Πανόπουλος – ή Χάνι Πανοπούλου – που είναι κεφαλοχώρι με υπηρεσίες και ζωή. Το δάσος φούντωσε και βλέπαμε μόνο βελανιδιές δεξιά και αριστερά. Ο θαυμασμός μου για αυτά τα σπουδαία δέντρα μόνο μεγαλώνει. Μόνο η Βελανιδιά θα μπορούσε να είναι αντάξια ενός θεού όπως ο Δίας με τον οποίον και έχει ταυτιστεί ανά την ιστορία. Είναι ένα δέντρο που παίρνει πολλά χρόνια για να μεγαλώσει, που βλέπει να περνάνε οι γενιές των ανθρώπων και οι αλλαγές τον εποχών και το οποίο ωστόσο έχει τρομερή αξία. Οι καρποί τους μπορούν άνετα θα θρέψουν τους ανθρώπους, τα κλαριά τους κάνουν εξαιρετικό καυσόξυλο και ο κορμός της δημιουργεί τα πιο ανθεκτικά έπιπλα και σπίτια. Πριν από την ελιά και το κλίμα είναι η Βελανιδιά που αντιπροσωπεύει – ή θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει – τον λαό μας.

Το επόμενο χωριό ήταν η Αγία Τριάδα. Εδώ το τοπίο άρχισε να μεταβάλλεται με την εμφάνιση ελιών και με το υψόμετρο εμφανώς να μειώνεται. Αφού αφήσαμε πίσω μας το χωριό άρχισαν απότομες στροφές με τον δρόμο να μας οδηγεί προς τον κάμπο κάτω από το οροπέδιο. Ξαναμπήκαμε στην Αχαΐα. Οι βελανιδιές έφυγαν με λίγες μόνο να επιβιώνουν σε ακαλλιέργητες πλαγιές και σε ρέματα. Εδώ οι εκτάσεις μεγάλωσαν και άλλο και πλέον ήμασταν σε κάμπο με την πλήρη έννοια του όρου. Παρόλα αυτά δεν συναντήσαμε στον δρόμο κανένα μεγάλο χωριό. Οικισμοί όπως το Καρπετά, το Σταυροδρόμι και το Κάτω Μαστραντώνι δεν είναι παρά μικρά χωριά. Μερικά σπίτια, κανένα μαγαζί και η εκκλησία. Μου φάνηκαν καινούργιοι οικισμοί και δεν πρέπει να ξεπερνούν τον αιώνα. Οι οικισμοί αυτοί είναι αδιάφοροι για τον επισκέπτη όμως παραδόξως δείχνουν να ταιριάζουν με το τοπίο. Τα χωράφια στον κάμπο είναι πια μεγάλα και η κτηνοτροφία παραμένει η κύρια δραστηριότητα αλλά με πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ ότι στα πιο ορεινά. Στα δεξιά μας απλωνόταν ο κάμπος και ανηφόριζε μαλακά προς τον Ερύμανθο. Εκεί είναι κτισμένα τα μεγάλα χωριά της περιοχής και ακόμη πιο ψηλά φαινόντουσαν οι άσπρες κορυφές αυτού του σπουδαίου βουνού.

Όπως γρήγορα μπήκαμε στον κάμπο τόσο φύγαμε. Τα δέντρα άρχισαν να πυκναίνουν και τα χωράφια να λιγοστεύουν, το τοπίο έγινε πιο τραχύ και μπήκαμε σε μία κλεισούρα. Βγαίνοντας από την κλεισούρα αντικρύσαμε μία μεγάλη λίμνη! Τα πεύκα αντικατέστησαν τις βελανιδιές, το κλίμα έγινε θερμότερο και ξέραμε πως η θάλασσα όλο και ζύγωνε πιο κοντά. Φθάσαμε στο φράγμα και σταματήσαμε λίγο. Ήξερα πως επρόκειτο για την λίμνη Αστερίου που αποθηκεύει τα νερά των ποταμών Πείρου και Παραπείρου. Η λίμνη είναι πρόσφατη και δημιουργήθηκε για την ύδρευση κυρίως της Πάτρας. Εδώ το ανθρώπινο χέρι κατάφερε να δημιουργήσει ένα πανέμορφο τοπίο και να αξιοποιήσει την φύση. Δυστυχώς όμως συνήθως όταν «αξιοποιείται η φύση» δεν έχει τόσο ποιοτικό και ωραίο αποτέλεσμα.

Ξεκινήσαμε και σε λίγη ώρα μπήκαμε στον επόμενο κάμπο, των Φερρών. Η οδήγηση έγινε ευκολότερη με έναν ομαλό και ευθύ δρόμο να μας δείχνει προς την Πάτρα. Περάσαμε αρκετούς μικρούς οικισμούς και διάσπαρτα σπίτια και επιχειρήσεις. Η κίνησε άρχισε να γίνεται έντονη όσο πλησιάζαμε στην πόλη – εξαιτίας ίσως και των βιομηχανιών που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Είχε πλέον σχεδόν βραδιάσει. Αποχαιρετίσαμε τον Ερύμανθο που χανόταν πίσω μας και που τόσο πιστά μας συντρόφευσε σ ’αυτό το οδοιπορικό.

Ο δρόμος φάρδυνε, η κίνηση έγινε ανυπόφορη, τα σπίτια ασχήμαιναν και η φύση είχε πλέον παρακμάσει. Συνεπώς συμπεράναμε πως πλησιάζαμε στην Πάτρα. Η αρχιτεκτονική που περιέβαλε τον δρόμο είχε πλέον αστική διαρρύθμιση και έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου, σαν να υπάρχει μόνο για να τσαντίζει τους οδοιπόρους σαν εμάς που ψάχνουμε το αυθεντικό και όχι το ψεύτικο. Η νύχτα μας είχε σχεδόν περιβάλλει όταν μπήκαμε στην Οβρυά που είναι προάστιο της Πάτρας.

Η Πάτρα είναι ένα απέραντο χάος. Συμπυκνώνει όλες τις αρετές της σύγχρονης Ελληνικής πόλης. Καταρχήν είναι μία αληθινή απομίμηση της Αθήνας. Η Πάτρα είχε κάποτε μία αίγλη και μία σημασία, υπήρξε η πύλη εισόδου και εξόδου της Ελλάδος από και προς την Δύση και παράλληλα η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας με σημαντικότατες εξαγωγές και βιομηχανίες, μία πόλη που γνώρισε πολιτισμική ακμή. Πλέον η Πάτρα είναι μία σκιά των μεγαλείων της, μία πόλη υπηρεσιών που δεν παράγει σχεδόν τίποτα και που τρώει από τα έτοιμα. Η παρακμή την έχει πια κυκλώσει. Τα περισσότερα εργοστάσια έχουν πλέον κλείσει εδώ και δεκαετίες και τα κουφάρια τους καταρρέουν. Το λιμάνι έχει πια χάσει την σημασία του μετά από την αναβάθμιση της Ηγουμενίτσας και την ολοκλήρωση της Εγνατίας Οδού. Και, τέλος, το εμπόριο σταφίδας έχει παρακμάσει προ πολλού. Η Πάτρα είναι μία υπερβολικά μεγάλη πόλη η οποία δεν διαθέτει πλέον παραγωγικές πηγές αλλά ούτε και το όραμα και την θέληση να διεκδικήσει αναζωογόνηση και αναβάθμιση. Η μοίρα της είναι η ίδια αυτής της πρωτεύουσας και όσων πολλών θέλουν να την μιμηθούν: τέλμα και παρακμή.


Πάτρα. Νεοκλασσικά αρχοντικά.
Και κάπου εδώ τελείωσε το ταξίδι μου επάνω στην Εθνική Οδό 33 (111) που συνδέει την Τρίπολη με την Πάτρα. Είναι μία απίθανη διαδρομή την οποία θα ξαναεπισκεφθώ στο μέλλον με περισσότερη εξερεύνηση και χρόνο. Ελπίζω πως τα τοπία, τα χωριά και οι άνθρωποι θα κρατήσουν την αυθεντικότητα τους και θα αναγεννηθούν. Η ορεινή Αχαΐα και Ηλεία είναι από τις πιο όμορφες και αυθεντικές γωνιές της χώρας μας. Ας μείνουν έτσι και ας ζήσουν καλύτερες εποχές.

1 σχόλιο